Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Και σ’ονειρεύτηκα






Και σ’ ονειρεύτηκα με τα μάτια,
παράξενα,
ορθάνοιχτα,
στητά.


Κι ήσουν μια μαύρη κουκίδα μικρή σε κάθε σειρά που έγραφα.
Κι ήσουν ένα βότσαλο γυαλιστερό, κλεμμένο από κρυφό ακρογιάλι.
Κι ήσουν μύριες σταγόνες παγωμένο νερό που απλώθηκαν στα χείλη μου, γύρω καθώς με τις χούφτες μου για κούπα ξεδιψούσα ένα ανελέητο μεσημέρι.
Κι ήσουν ένα κλαδάκι ακακίας που αφηρημένα κάποια στιγμή, χωρίς, δίχως λόγο, αργόπαιζα στα δάχτυλα.
Κι ήσουν μιας ξαφνικής καλοκαιριάτικης μπόρας η πρώτη αστραπή, λαχανιασμένη πριν απ’ τον κεραυνό να τρέχει.
Κι ήσουν μια χούφτα χοντρούλικα ψίχουλα από χωριάτικο καρβέλι, υπόσχεση ζωής για περαστικά σπουργίτια.
Κι ήσουν η θέρμη μιας πέτρας που λιάζεται στον ήλιο, ακούγοντας, με χαμόγελο τους αφελείς άψυχη να τη λένε.
Κι ήσουν το τρίξιμο μιας παλιάς πολυθρόνας κουνιστής, που, μόνη της, με τον αγέρα έκανε παιχνίδια, δίχως πάνω της βάρος κανένα.
Κι ήσουν το κοκκίνισμα στα μάτια μου, καθώς προσευχόμουν για σένα σ’ αρχαίο βωμό.
Κι ήσουν ο μικρός και παιχνιδιάρης λεπτοδείκτης με τα μικροσκοπικά μεταλλικά σκαλίσματα στο ρολόϊ μου, αυτό που τη ζωή μου τραγουδάει.
Κι ήσουν η μαγευτική κανονική ανάσα της νύχτας, που χύθηκε αργά και ύπουλα στους έρημους δρόμους.
Κι ήσουν το αλάτι που στόλισε τα μαλλιά και τα φρύδια καθώς το Αιγαίο με ξέβγαζε σε κάποια του ακτή να παίξω με τη άμμο και το φως που κατρακυλούσε πάνω σε πάλλευκα κοχύλια.
Κι ήσουν το ρίγος πάνω σ’ όλο μου το κορμί, απάντηση σ’ ένα πρωτοβρόχι.
Κι ήσουν ένα κομμάτι γαλάζιο, κομμένο από κάποια άκρη του ουρανού, καρφωμένο πάνω στα μαλλιά μου.
Κι ήσουν μια αγκαλιά αστέρια, κρεμασμένα πάνω απ’ το κάγκελο του μπαλκονιού σαν πρασινάδα.
Κι ήσουν ο σταθερός ήχος του βήματός μου πάνω στο πλακόστρωτο.
Κι ήσουν μια κόκκινη κορδέλα φαρδιά, κεντημένη πάνω στο μαξιλάρι μου.
Κι ήμουν το αόρατο χαμόγελο της κατανόησης, το δίχως έλεος, το χυμένο στα μάγουλα του Απόλλωνα, στην Ολυμπία.
Και σ’ ονειρεύτηκα με τα μάτια, παράξενα, ορθάνοιχτα, στητά.
Κι έπειτα τα έκλεισα να κοιμηθώ με τη σιγουριά που διοχετεύουν στις φλέβες μας όσα όνειρα είναι αλήθεια.
Κι ήσουν το πρώτο που ακούμπησε στο μέτωπο μου φως καθώς στη ζωή ξυπνούσα, το πρώτο φως.
Το φως το Ανέσπερο.


μικρά ερωτικά
 Μαρία Τζελέπη.




 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου