Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Δεν έχω καιρό για ψέματα…




Ρώτησαν τον κ. Κ:

Τι φτιάχνεται τώρα;

Ο κ. Κ αποκρίθηκε;

Κουράζομαι πάρα πολύ,

ετοιμάζω το επόμενο λάθος μου.


Μπέρτλοτ Μπρεχτ. 



Δεν έχω καιρό για ψέματα…


Άρθρο του Μανώλη Γλέζου 

που δημοσιεύει η γερμανική εφημερίδα Welt



Τον προσεχή Σεπτέμβριο κλείνω τα 91. Αρχίζω να γράφω αυτό το κείμενο 72 χρόνια ακριβώς από τη μέρα που είδα τους Γερμανούς, πάνοπλους, με μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, να μπαίνουν στην Αθήνα. Ήταν 27 Απριλίου του 1941. Οι περισσότεροι από τους αναγνώστες της εφημερίδας ήταν τότε αγέννητοι. Όμως εγώ ήμουν ήδη 19 χρόνων. Δεν έχω καιρό, λοιπόν, ούτε για ψέματα ούτε για μισές αλήθειες.



Θα ήθελα να σας είχα κοντά μου, έναν-έναν, να σας μιλήσω γι’ αυτά που έζησα, που άκουσα, που είδα. Θα αρκεστώ, ωστόσο, να μοιραστώ από εδώ, μαζί σας , μόνο κάποια από αυτά. Μετά, ίσως μπορούμε να κοιταχτούμε αναμεταξύ μας με διαφορετικό βλέμμα…



Α. Η Μάχη της Κρήτης.



Για τη Μάχη της Κρήτης έχουν γράψει πολλοί. Είναι εύκολο να βρείτε σε βιβλία Ιστορίας τι έγινε. Θα διαβάσετε για άντρες, γυναίκες και παιδιά που, με τσουγκράνες και ραβδιά για όπλα, υπερασπίστηκαν τη γη τους και τη γη των προγόνων τους. Απέναντί τους είχαν τον καλύτερο στρατό του κόσμου, τη Βέρμαχτ. Και ο ουρανός έβρεχε αδιάκοπα αλεξιπτωτιστές…

Όταν η Μάχη τέλειωσε, ο στρατός είχε νικήσει. Μα οι γυναίκες των ηττημένων που είχαν χάσει παιδιά, αδέρφια, πατεράδες ή συζύγους, κατέβηκαν στο γιαλό, σκαρφάλωσαν στα βουνά και, όπου βρήκαν νεκρό σώμα εχθρού, το τίμησαν: το έπλυναν και το έθαψαν, όπως του έπρεπε. Ο νεκρός δεν ήταν πια εχθρός. Ήταν ο άταφος αδελφός.Κι αυτές ήταν οι εγγονές της Αντιγόνης, που έκαναν το χρέος τους απέναντι στους νεκρούς. Την ίδια ώρα, οι νικητές έμπαιναν στην Κάνδανο. Στην περιοχή γύρω από το χωριό είχαν χάσει 27 άντρες. Και τότε, ΩΣ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ, πήραν μια πρωτοφανή, ακόμα και για καιρό πολέμου, απόφαση: σκότωσαν όσους από τους κατοίκους βρήκαν και ξεθεμέλιωσαν το χωριό. Φεύγοντας, περήφανοι για το έργο τους, άφησαν και σχετικές πινακίδες! Αναζητήστε τις στο διαδίκτυο…

Β. Καισαριανή, 10 Μάη 1944. Οι Ναζί εκτελούν τον 19χρονο αδελφό μου.

Αν είχε ζήσει, θα γινόταν δάσκαλος. Μαζί του εκτελούν άλλους ογδόντα έναν άντρες και δέκα γυναίκες. Στον ίδιο τόπο, εννιά μέρες νωρίτερα, τη μέρα της Πρωτομαγιάς, είχαν εκτελέσει διακόσιους ακόμα Έλληνες πατριώτες.

Γ. Αμέσως μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, ξεκίνησα αγώνα για να επιστρέψει η Γερμανία στην Ελλάδα όσα της όφειλε. Τα γνωρίζετε. Πρόκειται για το αναγκαστικό δάνειο, τις αποζημιώσεις για τις καταστροφές στις υποδομές της χώρας και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς.

Μάλιστα, το 1995, είχα την ευκαιρία να εκθέσω το όλο ζήτημα στο γερμανικό λαό, τόσο μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας Die Zeit, όσο και σε μια αλησμόνητη εκδήλωση στο Ανόβερο. Αν το πέρασμα των χρόνων ακύρωνε αρχές και αξίες, αν μετέβαλλε το ΗΘΟΣ των ανθρώπων, τότε οι τραγωδίες του Σοφοκλή, του Αισχύλου ή του Ευριπίδη δεν θα έλεγαν σήμερα τίποτα σε κανέναν. Υπάρχουν όμως μερικά πράγματα που δεν μπαγιατεύουν, που δεν παραγράφονται, που δεν γερνούν καν. Και το δίκαιο είναι ένα από αυτά. Αν σήμερα, με όλο το βάρος των 90 χρόνων μου, συνεχίζω αυτόν τον αγώνα, είναι γιατί θεωρώ δίκαιο και για τη Γερμανία και για την Ελλάδα να επιστρέψει η πρώτη όσα οφείλει στη δεύτερη.

Και προσέξτε κάτι. Δεν θα με ακούσετε ποτέ να μιλάω για ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Εμείς, που χάσαμε αγαπημένους ανθρώπους, δεν νιώθουμε μίσος για τον γερμανικό λαό και δεν επιζητούμε εκδίκηση. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ να το κάνουμε. Όσοι βγήκαμε ζωντανοί από τον πόλεμο, είχαμε χρέος να ζήσουμε και για λογαριασμό των νεκρών μας. Να αγαπήσουμε για κείνους, να χορέψουμε για κείνους, να κολυμπήσουμε στη θάλασσα για κείνους. Μάθαμε, έτσι, να εκτιμάμε και να αγαπάμε τη ζωή. Και το μίσος σε εμποδίζει να αγαπήσεις τη ζωή.

Στα χρόνια μετά τον πόλεμο, γνώρισα πολλούς Γερμανούς. Χαίρομαι βαθιά όποτε μου δίνεται η ευκαιρία να τους συναντήσω και οι συζητήσεις μαζί τους είναι πάντα καλή τροφή για σκέψη. Όλοι αυτοί, αφού άκουσαν με προσοχή τα επιχειρήματά μου, συμφώνησαν για το δίκαιο των αιτημάτων της Ελλάδας. Έτσι, στάθηκαν επανειλημμένα στο πλευρό μου, βοηθώντας με να επικοινωνήσω με τον γερμανικό λαό. Αλλά δεν αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τη στάση τους. Αισθάνομαι φιλία για τους ίδιους. Κι αυτό είναι πολύ πιο πολύτιμο, πολύ πιο ακατάλυτο, πολύ πιο ανθρώπινο, πολύ πιο ισότιμο.

Κάθε σπιθαμή ευρωπαϊκού εδάφους είναι ποτισμένη με αίμα. Πληρώσαμε πολύ ακριβά τις θεωρίες των ανωτέρων φυλών και των εθνικών κρατών. Χρειαζόμαστε μια Ευρώπη της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της αλληλοκατανόησης.
Και η αναγνώριση των όσων η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα εξυπηρετεί απολύτως αυτήν την Ευρώπη. Αυτή η Ευρώπη, άλλωστε, θα άρεσε και στον Σίλλερ και στον Γκαίτε και στον Μπρεχτ.

Αθήνα, 1η Μάη 2013




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου