Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Κοιτάζοντας τον πίνακα του Πικάσο
 «Το Όνειρο»



Ἔχω κρεμάσει αὐτὸν τὸν πίνακα σὰν δόλωμα
στὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμὸς γκρεμιστῆς,
τὸν ἔχω σὰν φουρνέλο
μὴ καὶ τὴν ἀνατίναζε συθέμελα
τὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου.


Καθιστὸ κοιμᾶται τὸ κορίτσι.
Καθιστὸς
ἀπαγγιάζεις καλύτερα στὸ σῶμα σου,
εἶσαι πιὸ ἕτοιμος νὰ γίνεις δικός σου:
νὰ ὀνειρευτεῖς.
Τοῦ ὑπερβατικοῦ ἡ ἀνατομία
ἐπέτρεψε στὸ σῶμα
αὐθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμᾶται τὸ κορίτσι
ἐνῷ πίσω ἀπὸ τὸ χαλαρὸ φουστάνι της
ὁ ἕνας μαστὸς ἀνατέλλει
γιὰ νὰ θηλάσει ἡ λαίμαργη ἀφαίρεση.

Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση
καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο.
Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση
καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,
σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο
πού, περιγελαστὴς τῆς συμμετρίας,
εἶναι πιὸ ὑψωμένος ἀπ᾿ τὸν ἄλλο,
στοιβάδα τόλμης.


Τὴν ὕπαρξή του ἀφουγκράζεται τὸ κορίτσι:
παράνομες κλεφτὲς μετακινήσεις,
μιὰ μετατόπιση τοῦ Εἶναι
λίγο πιὸ δῶ λίγο πιὸ κεῖ,
θέσεις ποὺ ἀνεφοδιάζονται μὲ θέσεις.
Ἡ μύτη, πράσινη χαρακωτὴ γραμμὴ
ποὺ προσπερνάει ἀδιάφορη τὸ τέλος της,
χύνεται ἀνάμεσα στὰ μάτια καὶ τὸ μέτωπο,
χάνεται μέσα στὰ μαλλιά,
ἀγγεῖο αἱμοφόρο του ἐνδόμυχου.


Μισὸ χαμόγελο στὴ θέση του
τ᾿ ἄλλο μισὸ ψηλότερα,
ἀσυμμετρίας μειδίαμα
σὰν ἕνα στραβοπόδαρο σκαμνάκι,
ἐκεῖ γιὰ νὰ πατήσουν καὶ νὰ βγοῦν
ἀπὸ τὶς τουλπανένιες ἅμαξες
οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες:
τὰ ὄνειρα τοῦ κοριτσιοῦ.


Τῆς πολυθρόνας τὰ μπράτσα
ὑποσυνειδίζονται: λυγίζουνε σὰν χαλαρὸ
ἀγκάλιασμα στοῦ κοριτσιοῦ τὴ μέση,
γιατὶ τὸ ξέρουνε ἀκόμα καὶ οἱ πολυθρόνες
πὼς ὅποιος ὀνειρεύεται δονεῖται
κι ὑπάρχουνε καὶ ὄνειρα
ποὺ σὲ πετᾶνε χάμω.


Ἐμένα ἡ μύτη μου
τελειώνει ἀκριβῶς στὸ τέλος της.
Δὲν πάει αἷμα στὸ ἐνδόμυχο.
Κι οἱ ὦμοι μου
συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Καιρὸ ἔχω νὰ μιλήσω γιὰ ὄνειρα
καιρὸ δὲν ἔχω
ὄνειρα δὲν ἔχω,
συμμετρικὴ ἀνέχεια.
Οἱ ὦμοι μου
συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.
Κι ὅτι ἀντέχω τέτοια ἀνέχεια
λέω μὴν εἶναι ὄνειρο.


Μὴν εἶναι ὄνειρο
πῶς ὄνειρα δὲν ἔχω.


Ὄνειρο νά ῾ναι
κι ἂς μὴν γυμνώνει ἀπὸ ὄνειρα.
Ὄνειρο νά ῾ναι,
σπόρος νὰ περιφέρεται στὸν ὕπνο μου
κι ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μήτρα.
Τὸ πίνω κι ἂς μὴν εἶναι πόσιμο,
ἔστω τὴ λέξη νὰ ὀνειρεύομαι
καὶ δὲν ρωτάω καμιὰ Ἐξακρίβωση
ἂν εἶναι ὄνειρο πὼς ὄνειρα δὲν ἔχω.
Γιὰ νὰ μιλήσει ἡ κάθε Ἐξακρίβωση
θέλει νὰ πληρωθεῖ μὲ ὄνειρα.
Κι ὄνειρα νὰ πληρώνω
μιὰ ἀκόμα Ἐξακρίβωση
δὲν ἔχω.


Ἡ μητέρα μου Ὤθηση πέθανε νέα
κι ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι, ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι,
μὲ πιέζει νὰ σπάσω.
Ὡς πότε, λέει, θὰ θυσιάζεται ὁ θάνατος
γιὰ νὰ ζεῖς ἐσύ.
Κι ὄνειρα δὲν ἔχω νὰ πλάσω
πήλινη περιφρούρηση τῆς ὕλης μου.


Καὶ τί σημαίνει ὄνειρο;
Τί δηλαδὴ δὲν ἔχω;
Θά ῾ναι αὐτὸ
ποὺ θέλει νά ῾χει μέσα του ὁ πηλὸς
γιὰ νὰ μὴ σπάζει,
θά ῾ναι οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες
στὶς τουλπανένιες ἅμαξες.


Ὄνειρο σημαίνει
φτερούγα ὕπνου ἀπὸ κερὶ
ποὺ ἥλιο ἐρωτεύεται καὶ λιώνει,
φύλλα ποὺ θαυμαστὰ ἰσορροποῦν
σὰν νὰ πατᾶνε σὲ κλαδιὰ
ἐνῶ τὸ βλέπεις καθαρὰ
πὼς δὲν ὑπάρχει δένδρο,
ν᾿ ἀκοῦς νὰ τραγουδᾶνε χίλια ναὶ
ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι τοῦ ὄχι.
Ὄνειρο σημαίνει
νὰ μὴν ὑπάρχουν σύνορα
κι οἱ βλοσυροὶ καχύποπτοι φρουροί τους.


Ἐλεύθερα νὰ μπαίνεις σ᾿ ἄνθρωπο
κι οὔτε τὶς εἶ, οὔτε τὶς οἶδε.
Δὲν ἦρθε κι ἕνα ἀπόγευμα
ποὺ νὰ μὴ γίνει βράδυ,
νὰ ἔρθει κι ἕνα ὄνειρο
ποὺ νὰ μὴν γίνει ἄνθρωπος,
νὰ ἔρθει κι ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ νὰ μὴ γίνει ὄνειρο,
τὶς οἶδε, τὶς εἶ.


Ξανοίχτηκα πολὺ σὲ ὁρισμοὺς
κι εἶν᾿ ἐπικίνδυνο νὰ κλαῖς χωρὶς πυξίδα.
Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον
ὅσα ἔχουν πεθάνει. 


Κική Δημουλά / Το τελευταίο σώμα μου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου