Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Κυριακή 16 Ιουνίου 2024



Μια φοράκι έναν καιρό ήταν μια πρόκα που δεν ήθελε να τρυπήσει τον τοίχο· δεν της είχε κάνει απολύτως τίποτε ο τοίχος· γιατί λοιπόν να τον τρυπήσει;

 
Πώς όμως να μην τον τρυπήσει, αφού τη χτυπούσε ένα σφυρί; Το σφυρί, πάλι, δεν ήθελε να χτυπάει την πρόκα, τη λυπότανε, ήτανε φιλόπροκο, ήταν ένα σφυρί που δεν πίστευε στη βία, αλλά τί να κάνει, αφού το κρατούσε ένας άνθρωπος που ήθελε, ντε και καλά, να καρφώσει την πρόκα στον τοίχο για να κρεμάσει ένα κάδρο, όμως, που δεν ήθελε να κρεμαστεί, γιατί ποιός θέλει στον κόσμο ετούτο να κρεμαστεί; 

Το κάδρο, πάλι, περιείχε ένα τοπίο που δεν ήθελε να περιέχεται στο κάδρο, αλλά προτιμούσε, όπως είναι φυσικό, να είναι ελεύθερο στη φύση. Ένας ζωγράφος, όμως, αποφάσισε πως έπρεπε να κόψει το τοπίο από τη φύση και να το βάλει σ' ένα κάδρο, γιατί, αν δεν το έκανε αυτό, δε θα ήτανε ζωγράφος.
 
Κάτι μέσα του του έλεγε οτι η φύση πρέπει να κόβεται σε κομμάτια που λέγονται «τοπία». Τη φύση, βέβαια, κανένας δεν τη ρώτησε αν ήθελε να κομματιάζεται, λίγο λίγο, και να γίνεται τοπία μέσα σε κάδρα που τα κρεμούν σε πρόκες, σε πρόκες που τις χτυπούν σφυριά και που τρυπούν τους τοίχους.
 
Έτσι, η φύση θύμωσε κι έβρεξε, έβρεξε τόσο πολύ που έλιωσε το ζωγράφο, τα χρώματά του, τον άνθρωπο που ήθελε να κρεμάσει το κάδρο, το κάδρο το ίδιο, το σφυρί, την πρόκα και τον τοίχο. Έμεινε πάλι η φύση μόνη της, ωραία και ολόκληρη, χωρίς κάδρα, πρόκες και σφυριά, κι όποιος θέλει να τη δει μπορεί να βγει από τους τέσσερις τοίχους του και να πάει να τη συναντήσει εκεί που βρίσκεται, ελεύθερη κι απέραντη. Αυτόν θα τον περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά και δεν πρόκειται ποτέ να τον λιώσει.

 Αργύρης Χιόνης
 Τότε που η φύση θύμωσε / Τρία Μαγικά Παραμύθια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου