Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015




Βρέχει αθόρυβα στο λιβάδι της θάλασσας.
Κανείς δεν διαβαίνει τους βρώμικους δρόμους.
Μια γυναίκα μόνη κατέβηκε απ’ το τραίνο:
Μέσα από το παλτό της φάνηκε το ανοιχτόχρωμο μεσοφόρι
και τα πόδια της χάνονται στο σκοτάδι της πόρτας.

Ένα χωριό θα ’λεγες βυθισμένο. 
Το βράδυ στάζει κρύο πάνω σ’ όλα τα κατώφλια 
και τα σπίτια αφήνουν γαλανό καπνό μέσα απ’ τους ίσκιους. 
Κοκκινωπά ανάβουν τα παράθυρα.
 Και κάποιο φως ανάβει 
μέσα από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα του σκοτεινού σπιτιού.

Αύριο θα κάνει κρύο κι ο ήλιος θα στέκει πάνω απ’ τη θάλασσα.
Μια γυναίκα με μεσοφόρι 
σφουγγίζει το στόμα της στη βρύση, 
κι ο αφρός κοκκινίζει. 
Έχει σκληρά ξανθά μαλλιά, 
όμοια με τις φλούδες των πορτοκαλιών που είναι στο χώμα. 
Σκυφτή στη βρύση λοξοκοιτάει
ένα μαυριδερό μορτάκι που την κόβει μαγεμένο.
Γυναίκες μελαγχολικές 
διάπλατα ανοίγουν στην πλατεία τα παράθυρα
οι άντρες τους λαγοκοιμούνται ακόμα στο σκοτάδι.

Όταν το βράδυ επιστρέφει ξανάρχεται η βροχή
κροταλίζοντας πάνω σε πλήθος αναμμένων μαγκαλιών.
 Οι παντρεμένες αερίζουν τα κάρβουνα, 
ρίχνουν ματιές στο σκυθρωπό σπίτι και στην έρημη βρύση. 
Το σπίτι έχει τα παραθυρόφυλλα κλειστά,
 όμως υπάρχει μέσα ένα κρεβάτι,
και πάνω μια ξανθιά κερδίζει τη ζωή.
Απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το χωριό τη νύχτα αναπαύεται,
εκτός απ’ την ξανθιά που πλένεται με την αυγή.

Cesare Pavese


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου