Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Σιωπές
















Σπάνια ακούμε

την κραυγή της σιωπής

γιατί μας ξεκουφαίνει

η σιωπή της κενότητας


Χρύσα Σκοπελίτη









ΣΥΜΒΑΝ









Σκότωσε
όλα τα περιστέρια
κι έφτιαξε ένα μεγάλο πουπουλένιο μαξιλάρι.
Ύστερα,
έπεσε να κοιμηθεί
εν ειρήνη.


Πες μου με τι μαχαίρι θα κοιμηθείς
Να σου πω με τι πληγή θα ξυπνήσεις!


Αργύρης Χιόνης







ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ. . .












ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε πού υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, έκτος από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή άπο εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.

H δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη-δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ‘παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Εν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.

Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό κα θόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τί δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τί είναι. Μια μέρα όμως έμαθε. Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, εν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμη πώς ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμα της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο.

Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τί δεν ήταν φυτεμένο εκεί! Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ό κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.

Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, πού τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.

Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους μέ τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, πού βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φώς, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια…

Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Ή χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά καλά τί της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει «μπα, μια πέτρα!)), βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια για πάντα.

Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της μετά από τόση ομορφιά πού είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας… Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ό τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε ή πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ό μικρός πρίγκιπας, ό πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.

Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ό μικρός πρίγκιπας, πού στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει. Η πέτρα, βέβαια, πού δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.

Επιμύθιο I: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.




Αργύρης Χιόνης




 





Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ











Κάνει τόσο σκοτάδι εδώ

Ή απλώς εγώ

Έχω ξεχάσει

Να ανάψω την ομπρέλα μου;






 
Σταύρος Σταυρόπουλος









Μου ξέφυγα









Μου ξέφυγα λοιπόν και πάλι,

όπως πάντα,

αφήνοντας πίσω μου μελάνι.



Ζαχαρίας Λαουτίδης / ΙΩΝ
Εκδόσεις Οδός Πανός








Λίγο με νοιάζει.












Λίγο με νοιάζει.

Λίγο με νοιάζει τι;

Δεν ξέρω: λίγο με νοιάζει.






Φερνάντο Πεσσόα








Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Χρόνια Πολλά








«H Γέννηση»


Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
 Μου 'δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
 «Είδες - μου λέει - γεννήθηκε η ευσπλαχνία».
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα 'χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ' αυτό.

Τάσος Λειβαδίτης
Ενότητα ποιημάτων  «Ο αδελφός Ιησούς».






Tούτο εστιν αληθώς το ευρείν τον θεόν,

αεί αυτόν ζητείν,

το ουδέπω της επιθυμίας κόρον ευρείν











Χ Ρ Ο Ν Ι Α   Π Ο Λ Λ Α



 

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Τι να αγαπάς. . .














Πάει ο καιρός της απάτης




  




[...] Tο μεταπολιτευτικό καθεστώς κανάκευε και ενθάρρυνε, με κάθε τρόπο, άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε εν χορδαίς και οργάνοις, όσους «πολίτες» είχαν ελαστική ή και στρεβλή αντίληψη των ατομικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών υποχρεώσεων. Ο λόγος ήταν φανερός: το καθεστώς αυτό δεν ήθελε πολίτες, δεν ήθελε καν πελάτες, όπως παλαιότερα. Ήθελε απλώς συνενόχους. Κάπως έτσι ετέχθη ο μεταπολιτευτικός μαζάνθρωπος.

Δεν μας εμπνέει η «μετάνοια» των μεν  και δεν μας πείθει ο «ηρωισμός» των δε. Είναι εξίσου ανυπόφοροι, πολιτικά και αισθητικά. Διότι «όλοι μαζί τα φάγανε». Και όλοι μαζί θεωρούσαν, μέχρι χτες, φυσικό το σύστημα της καλοπέρασης, χωρίς να στοχάζονται για τις συνέπειες. Μαζί γέννησαν τον ανθρωπολογικό τύπο που απαιτούσε μόνο τα οφέλη της υλικής ανάπτυξης σαν να επρόκειτο για φυσικά δικαιώματα, χωρίς να αποδέχεται όμως και το κόστος.

Να ζεις στη «μεταπολίτευση» σήμαινε να μην έχεις όρια, να μη λογαριάζεις τον άλλο παρά στα μέτρα της συνενοχής. Σε ένα τέτοιο κόσμο πώς θα τολμούσε να αναμιχθεί με τα κοινά ο εξαιρετικός; Ποιος θα έλεγε προς τους πολίτες (και δεν θα εθεωρείτο γραφικός) να αναλάβουν το πεπρωμένο τους και το ανάλογο κόστος μιας ακέραιης ζωής; Ποιος τολμούσε να πει πως η ζωή έχει νόημα μόνο στην υπηρεσία του άλλου, στην υπηρεσία ενός σκοπού; Το υπηρετείν ήταν μια πρόφαση συνωμοσίας, όχι μια διακονία.

Λαός που αρέσκεται να λατρεύει ναυάγια και δεν εννοεί να διαλέξει άλλη μοίρα, λαός που επιμένει να σέρνει τη χαμοζωή του χειροκροτώντας τους παλιάτσους των κομμάτων (που ξέρουν καλά να αλλάζουν μάσκες και ρόλους), δεν μπορεί να έχει μέλλον. Η «μεταπολίτευση» βρίσκεται ήδη πάνω σε ένα βάθρο που τρίζει. Κάποιος θα πρέπει να βρει τη δύναμη το ταχύτερο δυνατό να κλωτσήσει αυτό το βάθρο. Διότι η εικόνα στο βάθρο αυτό μπορεί σύντομα να αλλάξει. Και τότε θα είναι αργά. Κι ίσως το κορμί της κρεμασμένης που θα αιωρείται πάνω από το κενό να μην είναι πια το πτώμα της «μεταπολίτευσης» αλλά το άψυχο κορμί της ίδιας μας της πατρίδας...[...]


  Κώστας Χατζηαντωνίου  / manifesto τεύχος 25 Mαϊος 2011

ΣΕΙΣΜΙΚΑ!












Πς σουνα χθρός μου, δν τ ξερες
ο
λέξεις σου τ επαν.
Σ
᾿ κενες πούλησε ρωτας τ σεισμό του
κι
ρθε στ πιφάνεια τι δ μ᾿ γαποσες…


Κική Δημουλά  



Υπάρχουν προσεισμικά σήματα. . .




Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Τι κυβερνησάρα είναι αυτή;










Τι κυβeρνησάραμάρα είναι αυτή;






Έχουμε λεφτά για όλη μας τη ζωή.

 Αρκεί να πεθάνουμε αύριο.





Ανεξέλεγκτη η εγκληματικότητα

ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας.

Στα πλαίσια της πράσινα – άλογα ανάπτυξης

ο Υπουργός

(είμαστε αυτό που προσποιούμαστε,

γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε τι προσποιούμαστε)

γιατί δεν ρωτάει πως τα καταφέρνουν στα






Δεν βλέπει πόσο καλό σχέδιο φρούρησης έχουν

στην πρασούπολη και τους πιάνουν όλους εκεί!







Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Οικονομική κρίση και αίτια!










Φέτος, στολίσαμε το σπίτι οικονομικά ! ! !
Ντύσαμε τον παππού στα κόκκινα ,
του είπαμε πόσο του έκοψαν από τη σύνταξη και
του  άναψαν  τα  λαμπάκια  ! ! !










Φταίμε, φταίμε και εμείς,

υιοθετώντας το ξενόφερτο τρόπο ντυσίματος

καταστρέψαμε την κλωστοϋφαντουργία μας!

Και τα αποτελέσματα;

Αυτοκατανάλωση!












Είναι το γέλιο ορατό όταν το φαγητό είναι γλυκό!







''Είναι το γέλιο ορατό όταν το φαγητό είναι γλυκό!''











Στ' αστεία παίζαμε!

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς
δώσαμε και τις γυναίκες μας
Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.

Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας
Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας
δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Kλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε! 

Αναγνωστάκης Μανώλης


από Tα Ποιήματα, Πλειάς 1975)



















Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Θραύσματα














Αν δεν σου αρέσει η ιστορία κάποιου,

γράψε τη δική σου. . .










 
Δεν είναι λέξη ο καιρός.

Είναι ο κακοήθης όγκος της στιγμής.




Ανεξαρτησίες












Ανεξάρτητη γυναίκα  είναι εκείνη  η οποία

δε βρήκε κανέναν άνδρα που θα ήθελε να

είναι εξαρτημένος απ' αυτήν.


Σ. Γκίτρι



 
Ανεξάρτητos άνδρας  είναι εκείνος  ο οποίος

δε βρήκε καμια γυναίκα που θα ήθελε να

είναι εξαρτημένη απ' αυτόν.

U.F.O



Υπάρχουν δύο φύλα: το ωραίο και το καλό.


Decoly




Σύνοψη:

Θεέ μου, δώσε μας τη γαλήνη

να δεχτούμε ό,τι δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε.







Η συγχώρεση είναι η τελική μορφή της αγάπης.


Ρέινολντ Νιμπούρ








Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011