Κάθε φορά, έλεγε ο Σωκράτης, που επρόκειτο να κάνει κάτι επιλήψιμο, μια φωνή από μέσα του, η συνείδησή του, το δαιμόνιον, όπως την αποκαλούσε, τον απέτρεπε από το να το κάνει. Διαφορετικά, αν εκείνο που εκαλείτο να πράξει ήταν θεμιτό, το δαιμόνιον, η συνείδησή του, σιωπούσε, υποδηλώνοντάς του, έτσι, να το κάνει. Εκείνο, δηλαδή, που, κατά τον Σωκράτη, μετράει στις επιλογές μας είναι τι λέει η συνείδησή μας.
Τον ισχυρισμό του Σωκράτη, ότι ρυθμιστής της συμπεριφοράς μας είναι η συνείδησή μας, σχολίασε ο μαθητής του Πλάτων. Το συνήθιζαν αυτό οι αρχαίοι Ελληνες: οι μαθητές, συζητώντας με τους δασκάλους των, όσο σπουδαίοι κι αν ήταν οι τελευταίοι αυτοί, να μη διστάζουν να εκφράζουν την άποψή τους.
Ο Πλάτων, λοιπόν, παρατήρησε ότι οι άνθρωποι διολισθαίνουν στο κακό, όταν ξέρουν ότι, κάνοντάς το, θα περάσουν απαρατήρητοι. Και το διατύπωσε αυτό με έναν μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Γύγης, ένας από τους βοσκούς του βασιλιά της Λυδίας, κατεβαίνοντας σε ένα βαθύ ρήγμα στη γη -που, καθώς έβοσκε το κοπάδι του, άνοιξε μπροστά του, ύστερα από μια μεγάλη νεροποντή κι έναν φοβερό σεισμό- είδε, κοντά στα άλλα περίεργα, κι ένα κούφιο χάλκινο άλογο που είχε στο εσωτερικό του ένα τεράστιο νεκρό κορμί με ένα χρυσό δαχτυλίδι στο δάκτυλό του.
Ο Γύγης πήρε το δαχτυλίδι κι ανέβηκε να πάει με τους άλλους βοσκούς του βασιλιά να του παραδώσουν τους λογαριασμούς των. Γυρίζοντας, όμως, τυχαία στο δάκτυλό του το δαχτυλίδι έτσι που το δέσιμό του να βλέπει προς την παλάμη του, έγινε άφαντος, και μετά, ξαναγυρίζοντάς το έτσι ώστε το δέσιμό του να βλέπει προς τα έξω, έγινε πάλι ορατός. Περιστρέφοντας, κατόπιν, το δαχτυλίδι στο δάκτυλό του πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη κατεύθυνση παρατήρησε να γίνεται το ίδιο πράγμα. Τη δύναμη αυτή του δαχτυλιδιού ο Γύγης δεν την άφησε να πάει χαμένη.
Φθάνοντας με τους άλλους βοσκούς στο βασιλιά -χωρίς, χάρη στο δαχτυλίδι, να τον πάρει είδηση κανείς- μοίχευσε τη γυναίκα του, σκότωσε τον ίδιο και άρπαξε την εξουσία. Μη έχοντας γίνει από κανέναν αντιληπτός, ουδείς μπορούσε να τον κατηγορήσει, προκειμένου να τιμωρηθεί για τα ανομήματά του. Το επιμύθιο της ιστορίας είναι πως, όταν κάποιος ξέρει ότι δεν θα τιμωρηθεί, μπορεί, λέει ο Πλάτων, να πηγαίνει στην αγορά να παίρνει άφοβα ό,τι θέλει, να μπαίνει στα ξένα σπίτια και να σμίγει ερωτικά με όποιο πρόσωπο του αρέσει, να σκοτώνει, να βγάζει από τη φυλακή όποιον θέλει και, εν γένει, να επιτελεί οποιαδήποτε επιλήψιμη πράξη.
Οσο κι αν στη ζωή δεν βρίσκομε πράγματα που συναντάμε στα παραμύθια, όπως δαχτυλίδια που κάνουν αόρατους τους ανθρώπους που τα φοράνε, υπάρχουν, εν τούτοις, στην κοινωνία μας πρόσωπα που, χάρη στο ευρηματικό μυαλό που διαθέτει το ανθρώπινο είδος, καταφέρνουν να εξασφαλίζουν την ατιμωρησία για τις επιλήψιμες πράξεις των, χρησιμοποιώντας μέσα τέτοια που μας επιτρέπουν μεν να επικρίνομε τις πράξεις αυτές, αλλά τους συντελεστές των δεν έχομε τη δυνατότητα να τους αγγίξομε.
Στην ελληνική πολιτεία, ειδικότερα, το καθεστώς που υφίσταται είναι τέτοιο, ώστε οι νόμοι μεν να αποτελούν αντικείμενο αξιολόγησης, αλλά οι αξιότιμοι υπουργοί που τους κατασκευάζουν να μένουν στο απυρόβλητο. Το 1958, για παράδειγμα, ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων ο νόμος 4000, που υποχρέωνε την αστυνομία να συλλαμβάνει για εξύβριση νέους, να τους οδηγεί στο κρατητήριο, να τους κουρεύει με την ψιλή, να τους σκίζει τα παντελόνια -το δείγμα ανδρισμού των- και να τους περιφέρει στους δρόμους διαπομπεύοντάς τους. Φρίκη!
Αυτόν το νόμο, λοιπόν, που αποτελεί στίγμα του πολιτισμού μας, κάποιος τον έφτιαξε, που, κρυμμένος πίσω του, απολάμβανε την ατιμωρησία. Τι διαφορά, όμως, έχει ένας υπουργός, που μπορεί ανεξέλεγκτα να κατασκευάζει νόμους που προσβάλλουν βάναυσα την κοινωνία, από τον Γύγη, ο οποίος, χάρη στο μαγικό δαχτυλίδι, μπορούσε να διαπράττει ανοσιουργήματα αποκλείοντας τη δυνατότητα να κριθεί γι' αυτά; Ο λόγος, βέβαια, για υπουργούς που εντρυφούν στο δικό μας πολιτικό σύστημα. Γιατί σε άλλες χώρες οι υπουργοί υπόκεινται σε κρίση λίγο-πολύ ανάλογη προς εκείνη στην οποία είναι ανοιχτοί οι πολίτες που δεν διαθέτουν κανένα μέσο να κρυφτούν πίσω του, προκειμένου, έτσι, να μένουν ατιμώρητοι.
Του ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΕΛΕΓΡΙΝΗ