"ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα βουνά - κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει
Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα..."
Η Ελλάδα που καιροφυλακτεί:
"Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα"
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ
Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε· τόσο άπιαστη. Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια,κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος. 'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.
Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της, που 'λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να 'ναι από σκοπού το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο παράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ' το τετράγωνο του σανιδιού με τα λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτείνεται μ' ένα μακάριο φως πάνω απ' τη θάλασσα εωσότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο. Φοβούμαι να μιλάω μ' επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωματικά διαθέτει: όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι την αντιλαμβάνομαι και μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει τη μυστική της αρετή: μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να επινοήσουν οι άνθρωποι για τη συντήρηση και την ανανέωσή της.
Χείλι πικρό που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!
ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ
Έστρεψα καταπάνω μου το θάνατο σαν υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο. Φάνηκε ο κόλπος ο Αδραμυττηνός με τη σγουρή στρωσιά του μαΐστρου. Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά. Ελαφρά βαλμένα, το 'να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει Γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου. Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω κόσμου.
Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ.
Μα ωστόσο λάμπει.
Είμαστε
ακόμη στά δεσμά. Λοξά περνάν οι αχτίδες
Από τα
ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ’ αρμυρό
Το
δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων
Κι η
πορεία για κει όπου η Προσκύνησις άλλο νόημα
Ν'
αποκτήσει γίνεται.
Τα ελεγεία της Οξώπορτας / Μικρός Ναυτίλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου