Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Ποιος σκύλας γιος μάς μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μάς πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί με Σινικό.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα τού 'ριξα και δεν με θέλει το ποτάμι.
Τι σού 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ώς να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου