Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Πέμπτη 1 Απριλίου 2021


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης 

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα 

Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση 

Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο 

Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα.

 Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος 

Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη 

στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός. 


 Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα 

Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν 

Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους 

Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. 

Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια. 


 Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου 

Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια 

Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα

 Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα 

Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος; 

Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου 

τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.

 Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα

 Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα 

Ἦταν ἡ ὀδύνη


 Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη 

φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου. 

Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία 

Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ. 

Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες 

Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια 

Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ 

χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.


 Σ᾿ ἄφησα τότες

 Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια 

Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω 

Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα. 

Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό

 Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει 

Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας

Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο. 


Οδυσσέας Ελύτης / Προσανατολισμοί


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου