Έβγαζε στον άνεμο τη γλώσσα της και περνούσε...
Αλλού τη λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μελίνα...
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα
,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
-ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.
(ἀσημικά, διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου