Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020


Υποδοχή Ελλήνων προσφύγων το 1922:
«Ἄκουσα σήμερα ἀπὸ ἕναν πρόσφυγα τοῦτο: Βγῆκαν κυνηγημένοι σ’ ἕνα ἑλληνικὸ νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, ἔκλεισαν ὅλα μονομιᾶς. Αὐτὸς μὲ τὴν γυναίκα του μέσα στὸ κοπάδι. Τὸ μωρὸ ἕξι μέρες νὰ τραφεῖ· ἔκλαιγε, χαλνοῦσε τὸν κόσμο. Ἡ γυναίκα παρακαλοῦσε γιὰ νερό. Τέλος ἀπὸ ἕνα σπίτι τῆς ἀποκρίθηκαν: «Ένα φράγκο τὸ ποτήρι». Κί ὁ πατέρας συνεχίζει: «Τί νὰ κάνω, κύρ-Στράτη, ἔφτυσα μέσα στὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ μου γιὰ νὰ τὸ ξεδιψάσω».
Γιώργος Σεφέρης / Έξι νύχτες στην Ακρόπολη 
*
"Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. Βγάλανε απ’ τους τάφους λιωμένους κι άλιωτους νεκρούς και βάλαν οι ζωντανοί τα στρωσίδια τους και τα παιδιά τους. Γυναίκες γεννούσανε πρόωρα. Είχε διαδοθεί στους γύρω μαχαλάδες: «Οποία είναι για γέννα, στο νεκροταφείο. Παραστέκουνε και γιατροί!». Γερόντισσες βράζανε νερά για τις λεχώνες με προσάναμμα κόκαλα πεθαμένων!"
 Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα.
*
 «Σε παρακαλώ πολύ», του λέω, «μπορούμε να μείνουμε απόψε στην αυλή σου μέχρι να ξημερώσει; Είμαστε από την Αθήνα και είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι για να συνεχίσουμε την πορεία μας».
 «Άκουσε να σου πω», μου λέει, «να φύγεις και να πας όπου θέλεις! Όταν ήσασταν στην Αθήνα, πηγαίνατε στου Ζαβορίτη, βάζατε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και τρώγατε την πάστα σας χωρίς να λογαριάζετε εμάς τους χωριάτες! Και τώρα που έχετε την ανάγκη μας πέσατε πάνω μας! Κακώς σας δίνουν να τρώτε! Να μείνετε στην Αθήνα και να πεθάνετε όλοι σας!» 
 «Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε», του λέω, «και με συγχωρείτε που σας ενόχλησα». Φεύγω και ρωτάω μια κυρία που συνάντησα αν έχει εκεί κοντά κάποια εκκλησία ή σχολείο, όπου θα μπορούσαμε να μείνουμε. «Κοίταξε να δεις», μου λέει εκείνη, «η εκκλησία είναι κλειδωμένη και δεν μπορείς να μπεις, αλλά, αν προχωρήσεις μέχρι την άκρη του χωριού, θα βρεις την εκκλησία του νεκροταφείου, την Αγία Παρασκευή, που είναι ανοιχτή». 
 Βρήκαμε το νεκροταφείο, αλλά η εκκλησία ήταν κλειστή. Δίπλα της βρισκόταν το οστεοφυλάκιο. Δοκιμάζω την πόρτα του· ήταν ανοιχτή. «Εδώ θα μείνουμε απόψε», λέω στην οικογένειά μου. «Μαμά! Βλέπεις τι είναι εδώ;» μου λέει η κόρη μου. «Παιδάκι μου, δεν είναι τίποτα», προσπαθώ να την καθησυχάσω. «Οι πεθαμένοι δεν είναι παρά άνθρωποι σαν κι εμάς. Κι εμείς κάποια μέρα θα γίνουμε σαν κι αυτούς. Στη Μικρά Ασία, στην Καταστροφή, εμείς μέναμε ακόμα και μέρες ολόκληρες αγκαλιά με τους πεθαμένους, γιατί κρυβόμασταν. [...] 
 Μπαίνουμε μέσα, αδειάζω τα οστά από τα κιβωτιάκια, τα σπάω κι ανάβω μια φωτιά στη μέση του οστεοφυλάκιου. Ζεσταθήκαμε λίγο κι ευτυχώς η πόρτα από πάνω είχε μια μεγάλη χαραμάδα κι έτσι ο καπνός είχε διέξοδο να βγει και δεν μας έπνιξε. Τώρα έπρεπε να βρω κάτι για να φάμε. Βρήκαμε μπουκαλάκια με λάδι. Βρίσκω ένα πήλινο δοχείο και χύνω μέσα το λάδι. «Αύριο, μόλις ξημερώσει, θα βρω κάτι να μαγειρέψω», τους λέω. 
 Πέφτουμε να κοιμηθούμε αγκαλιασμένοι και μόλις μας είχε πάρει ο ύπνος ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μια γυναίκα, πολύ φτωχικά ντυμένη. «Πώς θα ξημερώσετε χωρίς να φάτε και μ’ αυτό το κρύο;» μας λέει. «Εγώ δεν μπορώ να σας πάρω στο σπίτι μου, γιατί ο γαμπρός μου δεν μ’ αφήνει να βάζω κανέναν στο σπίτι. Τουλάχιστον πάρτε κάτι να φάτε», και μας δίνει δύο βρασμένα αβγά κι ένα κομμάτι τυρί. Τέσσερεις μέρες μείναμε σ’ εκείνο το οστεοφυλάκιο. Η γυναίκα μάς ξανάφερε φαγητό –ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχούλα της... 
Φιλιώ Χαϊδεμένου / Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα
 εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος
*
Υποδοχή Ελλήνων προσφύγων 1922:
"Πως να σας χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή [...]. Έμενε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντίρια κάνανε […] Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται [...] Προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουμε [...] . Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε, χίλια δύο. Φύγετε από δω ρε. Πηγαίνετε παραπέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι. Έλληνες είναι πραγματικοί [...] . Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν. Απατεώνες."
 Αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη
Εκδόσεις Παπαζήση


...φαινόμενα δυισμού...

«Οι συμφορές έχουν διπλή ιδιότητα,

 Μπορούν να είναι όντα και μη όντα.

 Όσο απέχουν από εσένα, 

είναι απλώς αφηρημένες ιδέες 

μη όντα-.

Όταν όμως σε επισκέπτονται είναι όντα,

 με σάρκα και οστά»

Αργύρης Χιόνης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου