Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017




"Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες; 

 Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

 Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους

 Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο 

 Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη  της χίμαιρας

 Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!

 Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου 

 Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω 

 Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών 

 Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια


- Μα πού γύριζες;

 Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

 Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες

 Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων 

 Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους  

Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου...


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη 

Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα 

Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού 

 Και τ' άρωμα των υακίνθων – Μα πού γύριζες 


 Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα 

Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο

Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε

 Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του 

Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

 Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας. 

 Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση 

Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος 

Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας 

 Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα 

Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

 Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο

 άλλο καλοκαίρι,

 Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια 

Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους, 

Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές

 Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο


 Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο, 

 Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας 

Θ'αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου."


 Οδυσσέας Ελύτης / Η Μαρίνα των βράχων



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου