Η προσδοκία του ταξιδιού

Θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε στο κυανού της τέχνης και του πολιτισμού, όπου εκείνο που βαραίνει περισσότερο στις εκτιμήσεις μας είναι ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας. Θα προσπαθήσουμε να επικοινωνούμε με το τηλεγραφείο των σκέψεων, με γλώσσα που περνάει από το τρυπητό που αφήνει απ΄έξω τα απόφλουδα...Με την ελπίδα να υπάρξουν ρινίσματα χρόνου που θα ψιθυρίσουμε: Λίγο θέλω ακόμη για ν΄αποσπαστώ από το έδαφος και να παίξω με τις πατούσες μου μιαν άλλου είδους κιθάρα...

Η εντοπισμένη εδώ προσδοκία είναι η αλληλεπίδραση μας με επίγνωση της αδυναμίας, με φορείς αλληλεπίδρασης, αναγκαίους κατά τη Φυσική, σκέψεις, εικόνες, ήχους που προσφέρουν Αυτοί που μας δείχνουν πόσο λανθασμένα, ίσως, συλλάβαμε την δωρεά της ζωής. Έρανος σκέψεων, λοιπόν, ήχων που παράγουν εικόνες που δεν τις βλέπουν τα μάτια, εικόνων που παράγουν ήχους που δεν τους ακούν τα αυτιά, και μοιρασιά της συγκομιδής. Με τιμή στην ατίμητη τιμή αυτών των διαλεχτών της τέχνης και του πολιτισμού που απλόχερα τα προσφέρουν...

Ας ζήσουμε τουλάχιστον την προσδοκία του ταξιδιού, που είναι πιο σημαντική από την πραγματοποίησή του. . .


Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020


Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο

όταν τα χείλια σου...

ανακαλύπτουν

 τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σώρευσαν

 οι καιροί. 

Μα έπειτα δεν σου φτάνει. 

Έπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες 

καθώς απλώνονται κάτω απ’ το δέρμα

να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν

 όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν

 στα λεπτά μονόξυλα 

των στιγμών.


Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο 

ένα άλλο γέλιο 

και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας 

- τη γειτονιά 

σαν μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους

- στην πόρτα του σχολείου…

 Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου 

κι ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο

- και να φεύγει

 αφήνοντας τη μέρα μες στα χέρια μας 

άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες

- σημειώσεις…


Μα έπειτα 

κι αυτό δεν φτάνει. 

Θες πιο πολλά.

Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται 

ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος 

ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα 

κι εύκολα δεν χορταίνει δεν γελιέται 

όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα

 όλο γυρεύοντας.

 Και ξέρεις πως η δίψα του 

είναι η δική σου δίψα.


 Θέλουμε πιο πολλά 

τα θέλαμε όλα. 

Δεν γινόταν αλλιώς. 

Ό,τι μας έφτανε χτες 

για σήμερα ήταν λίγο.

 Ό,τι μας γέμιζε χτες

 ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.


 Ναι, μα ένας άνθρωπος 

δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις 

δεν είναι πράγμα 

να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα. 

Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι. 

Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα 

δεν το ‘κανα για να πονάς. 

Ήθελα να σ’ αγαπώ

 μα ήσαν πολλά τα όσα ξέραμε 

ήσαν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.


Κι αν ήμουν άντρας

 κι έπρεπε να ‘μαι δυνατός 

(έπρεπε…) να το ξέρεις: 

Όπου μ’ άγγιζες πονούσα. 

Όπου δεν μ’ άγγιζες 

πονούσα. 

Και μέσα μου φούσκωναν ολόκλειστα 

τα δικά μου τα ποτάμια

 που θα μπορούσαν να ποτίσουν 

όλα τα λησμονημένα περιβόλια.


Τίτος Πατρίκιος / Μεγάλο γράμμα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου